Dictionary of Greek. 2013.
σύβαση — σύβαση, η και σύβασμα, το σύμβαση (βλ.λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύβασμα — το, Ν [συβάζω] σύβαση … Dictionary of Greek